ῥυμηδόν

ῥυμηδόν
ῥυμηδόν
with a swing
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ρυμηδόν — Α επίρρ. με ορμή ή με βιαιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύμη «δύναμη ορμή» + επιρρμ. κατάλ. (η)δόν* (πρβλ. βαθμ ηδόν, κωμ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”